- θηρόπεπλος
- θηρόπεπλος, -ον (Α)1. αυτός που φοράει δέρματα θηρίων2. φρ. «θηρόπεπλος μανία» — η μανία τού να φοράει κάποιος δέρματα θηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -πεπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό-πεπλος, λευκό-πεπλος].
Dictionary of Greek. 2013.